- οποσοσούν
- ὁποσοσοῡν, ὁποσηοῡν, ὁποσονοῡν (Α)(αντων.)1. όσο πολύς, όσο μεγάλος2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῡνοσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].
Dictionary of Greek. 2013.